- προσίστημι
- και προσιστῶ, -άω, Α [ἵστημι]1. φέρνω και στήνω κοντά ή απέναντι («μηδὲ προσίστω πρῷραν βιότου πρὸς κῡμα», Ευρ.)2. ζυγίζω («μὴ προσίστα τοῡτό μοι τοὐστοῡν», Μάχ.)3. (σχετικά με πληγή) συμπλησιάζω τα άκρα, ενώνω τα χείλη4. σταματώ5. προσκολλώμαι6. (για πόνο) α) προσβάλλω, επέρχομαιβ) καταπιέζω7. παίρνω εχθρική στάση, τοποθετούμαι εναντίον κάποιου8. δυσαρεστώ, απαρέσκω («προσίστανται ὑμῑν αἱ τοιαῡται εἰσαγγελίαι», Υπερείδ.)9. (για τροφή) βλάπτω το στομάχι10. παθ. προσίσταμαια) στέκομαι κοντά («προσέστηκε τῷ Κλεομένει θυγάτηρ», Ηρόδ.)β) προσεγγίζω, πλησιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.